- ερασιτεχνία
- η1. το να είναι κανείς ερασιτέχνης.2. η ασχολία με κάτι που σκοπό έχει την ευχαρίστηση κι όχι την άσκηση επαγγέλματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ερασιτεχνία — η [ερασιτέχνης] η ιδιότητα τού ερασιτέχνη … Dictionary of Greek
ερασιτεχνισμός — ο [ερασιτέχνης] η ερασιτεχνία … Dictionary of Greek
ρασιτεχνικός — ή, ό [ερασιτέχνης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ερασιτέχνη ή στην ερασίτεχνία («ερασιτεχνικός θίασος») … Dictionary of Greek
ερασιτεχνικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε ερασιτέχνη ή σε ερασιτεχνία: Ερασιτεχνικός αλιευτικός σύλλογος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)